- αμμοκονιαστής
- ο [*αμμοκονιώ (-άω)]τεχνίτης που επιχρίει τους τοίχους με αμμοκονίαμα, σοβατζής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμμοκονιαστής — ο ο σοβατζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρασανάς — ο [κουρασάνι] αμμοκονιαστής, σοβατζής … Dictionary of Greek
σοβατζής — και σουβατζής, ο, Ν εργάτης οικοδομής ο οποίος σοβατίζει, αμμοκονιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sivaci] … Dictionary of Greek
χρίστης — ὁ, ΜΑ 1. αμμοκονιαστής, σοβατζής («οἰκοδόμους χιλίους καὶ χρίστας διακόσιους», Θεοφάν.) 2. κατασκευαστής γυψομαρμάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρῑσ τού χρίω* «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ χρισ α) + κατάλ. της*] … Dictionary of Greek
χρίτης — ὁ, Α [χρίω] χριστής*, αμμοκονιαστής … Dictionary of Greek
κουρασανάς — ο αμμοκονιαστής, σουβατζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)